Ο Richard C. Lewontin και ο γενετικός ντετερμινισμός

Posted: 08/01/2015 by arilab in General

Lewontin
του Αριστοτέλη Παπαγεωργίου

Εισαγωγή
Η εξελικτική βιολογία δεν είναι απλή επιστήμη. Η πορεία της δείχνει μια συνθετική διαδρομή από διαφορετικά – εν πολλοίς αντικρουόμενα – επιστημονικά πεδία, που μοιάζει να συγχωνεύονται σε μια ενιαία θεωρία κατά το μισό περίπου του 20ού αιώνα, 100 χρόνια από τη διατύπωση της θεωρίας της εξέλιξης του Δαρβίνου. Στη συνέχεια, με τα εργαλεία που παρείχε η αλματώδης ανάπτυξη της μοριακής βιολογίας, η εξελικτική βιολογία αποκτά πειραματική συνιστώσα και διακλαδώνεται πλέον ερχόμενη σε επαφή με άλλους κλάδους της επιστήμης, από τα μαθηματικά και τη βιοχημεία, μέχρι τη φιλοσοφία και τη θεολογία. Επιπλέον, σχετίζεται άμεσα με εφαρμογές της σύγχρονης ζωής, όπως είναι η παραγωγή και η διακίνηση των τροφίμων, η ανθρώπινη υγεία και η πρόοδος της κοινωνίας.

Ο Richard C. Lewontin συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μεγάλους θεωρητικούς της εξελικτικής βιολογίας. Ανδρώνεται επιστημονικά την περίοδο της λεγόμενης “Νεοδαρβινικής Σύνθεσης”, της θεμελίωσης δηλαδή της σύγχρονης εξελικτικής θεωρίας μέσα από τη σύζευξη της μενδελικής γενετικής και της βιομετρικής προσέγγισης των δαρβινιστών, κάνοντας το διδακτορικό του στο εργαστήριο του Theodosius Dobzhansky, πρωτεργάτη της σύνθεσης αυτής. Στη συνέχεια ο Lewontin γίνεται θεμελιωτής της πειραματικής ανάπτυξης της πληθυσμιακής γενετικής μέσα από την επινόηση της τεχνικής των ισοενζύμων και της ηλεκτροφόρησης, μαζί με τον J.L. Hubby (Hubby & Lewontin 1966). Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν οι πρώτοι μοριακοί δείκτες και μετρήθηκε εργαστηριακά η γενετική ποικιλότητα. Χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα των μοριακών δεικτών, ο Lewontin διατυπώνει πρωτοποριακές θεωρίες σχετικά με την αλληλεπίδραση των γενοτύπων με το περιβάλλον τους, αποδεικνύοντας ότι η αλληλεπίδραση αυτή είναι πολύ πιο σύνθετη από αυτήν που δείχνουν τα μαθηματικά μοντέλα. Με τη θεωρία των πολυμορφισμών (Lewontin 1985), συνδέει τις θεωρητικές – ως τότε – εξισώσεις της γενετικής πληθυσμών και ιδιαίτερα της φυσικής επιλογής με τα μοτίβα που δίνουν οι πειραματικές εργασίες.

Ο Lewontin δημοσιεύει από το 1952 μέχρι σήμερα ανελλιπώς, τόσο θεωρητικές και πειραματικές εργασίες σε επιστημονικά περιοδικά, όσο και σημαντικά διδακτικά βιβλία βιολογίας και γενετικής, όπως είναι το “The Genetic Basis of Evolutionary Change” (Lewontin 1974) και το πιο κλασσικό ίσως πανεπιστημιακό σύγγραμμα γενετικής “An Introduction to Genetic Analysis” μαζί με άλλους σημαντικούς γενετιστές (Griffiths et al. 2000).

Κατά τη δεκαετία του 1970, ο Lewontin βάζει στο στόχαστρο τον λεγόμενο “γενετικό ντετερμινισμό” και καταπιάνεται σε μεγάλο βαθμό με την εξελικτική γενετική του ανθρώπινου είδους. Δημοσιεύει μια εργασία ορόσημο για τη γενετική ποικιλότητα και διαφοροποίηση των ανθρώπινων φυλών, αποδεικνύοντας πως η έννοια “ράτσα” δεν υφίσταται βιολογικά (Lewontin 1972). Το 1979 δημοσιεύει μαζί με τον Stephen J. Gould μια εναλλακτική πρόταση στον “ορθόδοξο” δαρβινισμό που θεωρεί τη φυσική επιλογή ως το πρωτογενές αίτιο κάθε μορφής ζωής: Οι Gould και Lewontin προτείνουν ότι η εξέλιξη λειτουργεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μέσα από πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις μεταξύ χαρακτήρων μέσα στους οργανισμούς, ώστε τελικά ο οργανισμός να είναι η “μονάδα” της εξέλιξης και όχι το γονίδιο, κάτι που υποστηρίζουν πως βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην αρχική σκέψη του Δαρβίνου (Gould and Lewontin 1979).

Έχοντας ήδη δημιουργήσει πρωτοποριακό έργο στην εξελικτική βιολογία, προτείνοντας βελτιώσεις στη νεοδαρβινική σύνθεση και αμφισβητώντας ανοιχτά τον παραδοσιακό δαρβινισμό που εξέφραζε ο δάσκαλός του Dobzhansky (Singh et al. 2001), ο Lewontin ξεκινά μια μακροχρόνια ενασχόληση με την επιστημονική δεοντολογία και με τη σύνδεση επιστήμης – κοινωνίας. Σαν επιστήμονας γίνεται περισσότερο γνωστός για τη μάχη του ενάντια στο γενετικό ντετερμινισμό και την υπεραπλούστευση της βιολογίας. Το πολιτικό και κοινωνικό του έργο παραμένει συνδεδεμένο με την εξέλιξη και τη βιολογία, αλλά επεκτείνεται πλέον στην κοινωνική επιστήμη, την αγροτική οικονομία, την ηθική και τη φιλοσοφία. Στην πορεία του αυτή ο Lewontin αποκτά θαυμαστές και φίλους, αλλά και φανατικούς αντιπάλους. Χωρίς να φοβάται να εκθέσει το εντυπωσιακό του επιστημονικό προφίλ, ακολουθεί πιστά μια πορεία αντιπαράθεσης με δημοφιλείς και “ορθόδοξες” πρακτικές και προσεγγίσεις της επιστήμης από την κοινωνία, την πολιτική και τη δημοσιογραφία. Στο κείμενο αυτό θα γίνει μια σύντομη ανασκόπηση της κοινωνικής και πολιτικής επίδρασης του Lewontin στην εποχή μας και ιδιαίτερα όσο αφορά στην αμφισβήτηση του κοινωνικού δαρβινισμού και του γενετικού ντετερμινισμού.

Ο γενετικός ντετερμινισμός και οι ρίζες του
Ο “βιολογικός ντερεμινισμός” είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πεποίθηση ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά ελέγχεται κυρίως ή ακόμα και αποκλειστικά από τη βιολογική φύση μας (Ridley 2003). Η άποψη αυτή φαντάζει αρχικά παράλογη σε κάποιον που γνωρίζει στοιχειωδώς βιολογία. Είναι όμως ιδιαίτερα διαδεδομένη στην κοινωνία και έχει κατά καιρούς τροφοδοτήσει ακραίες και επικίνδυνες ιδεολογίες. Αλλά και στον επιστημονικό κόσμο, υπάρχουν αξιόλογοι μελετητές του χώρου της βιολογίας που κατά καιρούς εκφράζουν παραλλαγές της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου, όπου δίνεται έμφαση κυρίως στο γονίδιο και στη σημασία του για τη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών των έμβιων ειδών.51XN47PKP6L

Ο “γενετικός ντετερμινισμός” είναι εξειδίκευση του βιολογικού ντετερμινισμού και βασίζεται στην άποψη ότι το γονίδιο είναι η βάση της μορφολογίας και του ενστίκτου των οργανισμών. Πρόκειται για επιστημονική θεωρία που αναπτύχτηκε αρχικά από τον αυστριακό θεωρητικό August Weismann το 1890, πριν ακόμα ανακαλυφθούν οι νόμοι του Mendel. Ο Weissmann θεώρησε ότι ο κρίσιμος παράγοντας για την επιβίωση των οργανισμών δεν είναι οι ίδιοι οι οργανισμοί (όπως είχε προτείνει ο Δαρβίνος από το 1860) αλλά συγκεκριμένες χημικές ουσίες που αυτοί διαθέτουν, όπως είναι το DNA (που αναγνωρίστηκε αργότερα σαν το μόριο της κληρονομικότητας). Αν και το DNA είναι πράγματι φορέας κληρονομικότητας, η θεωρία αυτή έχει αποδειχτεί εσφαλμένη, κυρίως για τον τρόπο μεταβίβασης των χαρακτήρων από γενιά σε γενιά και για την ανάπτυξη των οργανισμών. Μια διορθωμένη και ιδιαίτερα ελκυστική εκδοχή της θεωρίας αυτής εκφράζεται από τον πολυγραφότατο και πολύ επικοινωνιακό εξελικτικό βιολόγο Richard Dawkins με το βιβλίο του «Το Εγωιστικό Γονίδιο» του 1976. Ο Dawkins διατυπώνει την άποψη ότι οργανισμοί με κοινά γονίδια τείνουν να δείχνουν αλτρουισμό σε προσαρμοστικό επίπεδο. Θεωρεί το γονίδιο ως μονάδα της εξέλιξης, το μόριο του DNA που χτίζει τον οργανισμό σαν όχημα για τη μεταφορά του στις επόμενες γενιές (Dawkins 1976). Ο Lewontin, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αντιτίθεται στη θεωρία αυτή σε πολλά γραπτά του.

Σήμερα ο γενετικός ντερεμινισμός, παρά τη μερική επιστημονική του υιοθέτηση, τείνει να γίνει κυρίαρχη ιδεολογία στην κοινωνία, τόσο στην εφαρμοσμένη ανθρώπινη βιολογία, όσο και σε εκλαϊκευμένα έντυπα και ΜΜΕ (Mehta 2014). Έτσι βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από ειδήσεις στα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα σχετικά με την ανακάλυψη του γονιδίου της μίας ή της άλλης ασθένειας, της γενετικής βάσης της συμπεριφοράς, των σεξουαλικών προτιμήσεων, της βιαιότητας και του εγκλήματος, της επαγγελματικής ικανότητας και επιτυχίας, της ευφυίας, των συναισθημάτων και άλλων ιδιοτήτων του ανθρώπου. Με τον τρόπο αυτό δίνεται έμφαση στη γενετική παράμετρο των χαρακτήρων αυτών και όχι στο περιβαλλοντικό σκέλος τους, που στους ανθρώπους είναι πολύ συχνά οι κοινωνικές συνθήκες. Κατ’ επέκταση, η κοινή γνώμη τείνει να πειστεί πως τα γονίδια ευθύνονται για πολλά φαινόμενα της κοινωνίας μας. Αυτή η άποψη είναι επιστημονικά εσφαλμένη (Lewontin 1977). Σαφώς υπάρχουν κληρονομικές ασθένειες και κληρονομούμενες ιδιότητες στους ανθρώπους, αλλά το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των χαρακτηριστικών, ιδιαίτερα αυτά που αφορούν την κοινωνική συμπεριφορά, οφείλονται κυρίως στη σύνθετη φύση του περιβάλλοντος και της κοινωνίας. Οι επικριτές του γενετικού ντετερμινισμού θέτουν κυρίως το ζήτημα των προτεραιοτήτων: αν δεχτούμε πως τα γονίδια φταίνε για όλα, σταματούμε να προσπαθούμε να βρούμε κοινωνικές λύσεις στα προβλήματα. Υιοθετούμε εύκολα αφορισμούς και μονοδιάστατες απόψεις και πολλές φορές προχωρούμε σε παράλογες και επικίνδυνες ενέργειες. Έτσι βλέπουμε να δημιουργείται πανικός για τις αυξημένες πιθανότητες που μπορεί να έχει κάποιος να προσβληθεί από κάποια ασθένεια. Ή ακόμα και δημιουργούνται κερδοσκοπικές ιατρικές προγνωστικές αναλύσεις που δεν προσφέρουν τίποτε παραπάνω από μια σειρά αβέβαιες πιθανότητες εμφάνισης της μίας ή της άλλης ασθένειας. Παρατηρούμε αλλαγές στις πολιτικές των ασφαλιστικών οργανισμών και συστημάτων και ίσως σε λίγο καιρό να ζήσουμε καταστάσεις εργασιακών συνθηκών που σήμερα βρίσκουμε στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Ο γενετικός ντετερμινισμός παντρεύεται εύκολα με την “ευγονική *” και μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες κοινωνικές καταστάσεις. Όσο δε αφορά την έρευνα, οι εσφαλμένες – επιστημονικά – απόψεις της κοινής γνώμης δεν είναι ανώδυνες, καθώς συχνά καθοδηγούν και δημιουργούν τάσεις χρηματοδότησης και προτίμησης για υποστήριξη σε συγκεκριμένα επιστημονικά πεδία, αγνοώντας άλλες – πιθανόν πιο σημαντικές – επιστημονικές δραστηριότητες.

 R_Lewontin_teach_small
Οι κοινωνικές παρεμβάσεις του R.C. Lewontin

Ο Lewontin, οπλισμένος με το βαρύ επιστημονικό του όνομα, επιτίθεται δημόσια και έντονα ενάντια σε πολλές μορφές εμφάνισης του βιολογικού ή γενετικού ντερεμινισμού. Όπως αναφέρθηκε πριν, το 1976 δημοσιεύεται το “Εγωιστικό Γονίδιο” του Richard Dawkins (Dawkins 1976), ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του λεγόμενου “ορθόδοξου δαρβινισμού”. Το έργο αυτό γίνεται γνωστό, όχι μόνο στον επιστημονικό κόσμο αλλά και στο ευρύ κοινό. Την άποψη του Dawkins αμφισβήτησε ανοιχτά και πολλές φορές με σκληρές κριτικές σε πολέμιο κλίμα μια ομάδα εξελικτικών βιολόγων με κύριο εκφραστή της τον Stephen Jay Gould (Sterenly 2001). O Lewontin, φίλος και συνεργάτης του Gould (π.χ. Gould and Lewontin 1979) δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχος στην αντιπαράθεση αυτή (Lewontin 1977). Ο Dawkins στο βιβλίο του θεωρεί το γονίδιο σαν τη μονάδα της εξέλιξης και για να δώσει έμφαση στο επιχείρημα αυτό παρομοιάζει τον οργανισμό σαν μια μηχανή, προγραμματισμένη από τα γονίδιά της. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι τελικά η εξελικτική ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο την ιστορία των γραμμών καταγωγής διαφορετικών προσαρμογών. Ο Lewontin αντιδρά στις απόψεις αυτές και θεωρεί ότι η υπερβολική προσήλωση των εξελικτικών βιολόγων στην προσαρμογή είναι μια υπεραπλούστευση της πολυπλοκότητας της εξελικτικής διαδρομής των οργανισμών. Για τον Lewontin είναι αδύνατη η πλήρης κατανόηση των έμβιων όντων, αν συνεχίσουμε να θεωρούμε τα γονίδια, τους οργανισμούς και το περιβάλλον ως ξεχωριστές οντότητες με διακριτό ρόλο. Ο Lewontin πιστεύει – και τεκμηριώνει την πίστη αυτή σε συγκεκριμένες εργασίες του (π.χ. Lewontin 2000) – ότι ένας οργανισμός είναι η μοναδική συνέπεια της αλληλεπίδρασης γονιδίων και περιβάλλοντος. Απορρίπτει την κλασσική ιδέα, ότι τα γονίδια καθορίζουν τον οργανισμό και στη συνέχεια αυτός προσαρμόζεται στο περιβάλλον του. Αντίθετα πιστεύει ότι οι οργανισμοί κατά τη διαδικασία της ανάπτυξή τους κάτω από τις δικές τους συνθήκες, δημιουργούν, διαμορφώνουν και τελικά επιλέγουν το περιβάλλον στο οποίο θα ζήσουν. Μέσα από το σκεπτικό αυτό ο Lewontin προτείνει τρία βασικά στοιχεία που επηρεάζουν τα χαρακτηριστικά των οργανισμών, τα γονίδια, το περιβάλλον και ο οργανισμός ο ίδιος. Το θεωρητικό αυτό σχήμα της εξελικτικής προσαρμογής ονομάστηκε από τον ίδιο “τριπλή έλικα” (tripple helix) (Lewontin 2000) σε αντιδιαστολή προς τη διπλή έλικα, που αποτελεί το γνωστό σχήμα του μορίου του DNA, φορέα των γονιδίων.

Το αν τα χαρακτηριστικά έχουν αυστηρά γενετικό υπόβαθρο ή επηρεάζονται από κάτι πιο σύνθετο, δεν έχει μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον. Το 1969 ο Arthur Jensen, ερευνητής παιδαγωγός, δημοσίευσε την εργασία “How much can we boost I.Q. and scholastic achievement?”, όπου ισχυρίστηκε ότι ο δείκτης I.Q. έχει υψηλό συντελεστή κληρονομικότητας, αποτελεί δηλαδή γνώρισμα που οφείλεται στη δράση των γονιδίων και λιγότερο στο περιβάλλον. Ο Jensen συνεχίζει και ισχυρίζεται ότι οι διαφορές στο I.Q. μεταξύ παιδιών του λευκού και του μαύρου πληθυσμού στις ΗΠΑ οφείλονταν κυρίως σε γενετικές διαφορές (Jensen 1969). Το άρθρο αυτό ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις. Στο άρθρο του “The Analysis of Variance and the Analysis of Causes” (1976), ο Lewontin ισχυρίστηκε πως η ανάλυση διακύμανσης, βασική στατιστική μεθοδολογία για τον υπολογισμό του συντελεστή κληρονομικότητας, αποτυγχάνει να εντοπίσει γενετικές αιτίες. Τα επιχειρήματα αυτά του Lewontin αποτελούν σήμερα τη βάση για ένα μέτωπο επιστημονικό και κυρίως φιλοσοφικό απέναντι στο γενετικό ντερεμινισμό. Ένας πιο πρόσφατος υπέρμαχος των συντελεστών κληρονομικότητας είναι και ο Neven Sesardic (π.χ. 1993), του οποίου τις απόψεις αντιμετώπισε επίσης ο Lewontin (1993). Η διαμάχη αυτή αφορούσε τη μεθοδολογία των ερευνών αυτών και κατά συνέπεια την ορθότητα των συμπερασμάτων τους. Ο Lewontin υποστηρίζει ότι οι παράγοντες του περιβάλλοντος και οι γενετικές καταβολές είναι έννοιες τόσο αλληλένδετες, ώστε είναι πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο αυτές να διαχωριστούν με βάση την ανάλυση διακύμανσης. Ο Sesardic, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ γενετικών και περιβαλλοντικών αιτιών δεν αποτελούν σοβαρά εμπόδια για τον εντοπισμό γενετικών αιτιών. Βάζοντας ιδεολογικές και φιλοσοφικές διαστάσεις στις αντιδικίες αυτές, ειδικά στο θέμα του I.Q., ο Lewontin θεωρεί ότι ο μόνος τρόπος να μπορέσει η κοινωνία να προοδεύσει είναι να εξισώσει τη στάση της απέναντι στους ανθρώπους ανεξαρτήτως της ράτσας τους και όχι να δεχτεί εξ αρχής ότι οι μαύροι έχουν χαμηλότερη απόδοση στα τεστ I.Q. σαν σταθερά.

Ειδικά σε θέματα διαχωρισμού των ανθρώπινων φυλών, ο Lewontin απέδειξε μέσα από γενετικές μελέτες σε πληθυσμούς ανθρώπων, ότι ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε ράτσες είναι βιολογικά αβάσιμος. Μελέτησε τη γενετική ποικιλότητα των πληθυσμών αυτών χρησιμοποιώντας πολυμορφικά ένζυμα και έδειξε ότι η ποικιλότητα που μετρήθηκε εντοπίζεται κατά 94% μέσα στις φυλές και μόνο κατά 6% ανάμεσα σε αυτές (Lewontin 1972). Πιο απλά, δύο άνθρωποι της ίδιας φυλής είναι εξίσου πιθανόν να διαφέρουν με δύο ανθρώπους από διαφορετικές φυλές. Η μεθοδολογία που χρησιμοποίησε ο Lewontin βρέθηκε στο στόχαστρο από πολλούς επιστήμονες που τον κατηγόρησαν ότι βιάστηκε να χρησιμοποιήσει επιστημονικά εργαλεία προκειμένου να αποδείξει κάτι που ταίριαζε με την ιδεολογία του (αναφορά από Ruvolo & Seielstad 2001). Μεταγενέστερες έρευνες με πιο σύγχρονα μοριακά εργαλεία, με δείκτες του DNA και με τη χρήση αλληλουχιών επιβεβαίωσαν τα αρχικά αποτελέσματα: η γενετική ποικιλότητα στον άνθρωπο, όπως και στα περισσότερα είδη, βρίσκεται μέσα στους πληθυσμούς και τις φυλές και όχι ανάμεσά τους (π.χ. Barbujani et al. 1997, Excoffier et al. 1992).lewontin

Η πιο έντονη όμως δημόσια διαμάχη που είχε ο Lewontin μέσα στην επιστημονική κοινότητα ήταν με τον συνάδελφό του στο Ινστιτούτο Ζωολογίας του Harvard, τον εντομολόγο και εξελικτικό οικολόγο Edward O. Wilson (Segerstrale 1986). Ο Wilson, διακεκριμένος επιστήμονας στο πεδίο της ηθολογίας των ζώων και σήμερα ένας από τους βασικούς θεωρητικούς της βιοποικιλότητας, δημοσίευσε το 1975 ένα μεγάλο σε έκταση βιβλίο με τίτλο “Sociobiology: The New Synthesis”, μια σημαντική μονογραφία πάνω στην εξέλιξη της συμπεριφοράς των ζώων (Wilson 1975a). Μέσα στα ζωικά είδη ο Wilson συμπεριέλαβε και τον άνθρωπο. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Wilson πρότεινε ότι ο ρόλος των φύλλων, η επιθετικότητα, οι ηθικές αξίες, τα θρησκευτικά δόγματα και άλλα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κοινωνίας, μπορούν να συνδεθούν με την εξελικτική μας κληρονομιά και οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε γενετικές διαφορές (Segerstrale 1986). Η αποδοχή του βιβλίου αυτού ήταν αρχικά μεγάλη, μέχρι που λίγους μήνες μετά σχηματίστηκε μια ομάδα από καθηγητές, φοιτητές και ερευνητές που με το όνομα “Sociobiology Study Group” ξεκίνησε μια σειρά δημοσιευμάτων όπου ασκούνταν οξεία κριτική στην κοινωνική βιολογία του Wilson. Το πιο γνωστό όνομα στην ομάδα αυτή ήταν αυτό του Lewontin. Η πρώτη επίθεση ήταν μια βιβλιοκριτική στο βιβλίο του Wilson, σε οξύ τόνο (Sociobiology Study Group 1975). Η προσπάθεια ανάλυσης του ανθρώπινου είδους μέσα από την κοινωνική βιολογία συνδέθηκε στην κριτική αυτή με το γενετικό νετερμινισμό και ο Wilson κατηγορήθηκε ανοιχτά για εσκεμμένη προσπάθεια παραπλάνησης λόγω ιδεολογίας. Η κριτική έφτασε να συνδέσει την κοινωνική βιολογία με ακραίες ιδεολογίες, όπως είναι αυτή του Χίτλερ. Ο Wilson όπως είναι αναμενόμενο αντέδρασε επίσης έντονα επιρρίπτοντας στους κατηγόρους του και ιδιαίτερα στον Lewontin, άγνοια, προκατάληψη και επίσης ιδεολογική καθοδήγηση (Wilson 1975b). Η διαμάχη αυτή πήρε διαστάσεις που έφτασαν και στον μη επιστημονικό τύπο. Στον επιστημονικό κόσμο, η διαμάχη αυτή συνεχίζεται και σήμερα μέσα από τη θεώρηση της εξελικτικής βιολογίας από διαφορετικές σχολές.

Μια ακόμα κριτική που ασκήθηκε από τον Lewontin αφορά τα επιστημονικά πεδία που σχετίζονται με το πρόγραμμα αλληλούχησης του ανθρώπινου γονιδιώματος, γνωστού και ως “Human Genome Project (HGP)”. Πρόκειται για ένα διεθνές επιστημονικό ερευνητικό πρόγραμμα με στόχο τον προσδιορισμό της αλληλουχίας των ζευγών βάσεων που απαρτίζουν το ανθρώπινο DNA και την ταυτοποίηση και χαρτογράφηση όλων των γονιδίων του ανθρώπινου γονιδιώματος. Το πρόγραμμα αυτό είναι μέχρι σήμερα το μεγαλύτερο συλλογικό βιολογικό έργο στον κόσμο και χρηματοδοτήθηκε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ . Ο σχεδιασμός ξεκίνησε το 1984, το πειραματικό έργο δρομολογήθηκε το 1990, και κρίθηκε πλήρες το 2003. Η ερευνητική αυτή εργασία έδωσε σημαντική ώθηση στην ιατρική και τις προσπάθειες ανάπτυξης των λεγόμενων γονιδιακών θεραπειών. Παρά τη γενική επιστημονική και πολιτική υποστήριξη που βρήκε το πρόγραμμα αυτό, δεν έλειψαν και οι φωνές που είχαν αντίθετη άποψη και ειδικότερα από το χώρο της επιστήμης. Παρά τον κίνδυνο που ενέχει η αντίθεση σε μια δημοφιλή και καθιερωμένη επιστημονική εξέλιξη, ο Lewontin δημοσιεύει μια σειρά βιβλιοκριτικών και εκθέσεων με προβληματισμούς γύρω από τους σκοπούς και τις προοπτικές του HGP, που φτάνουν για πρώτη φορά στο ευρύ κοινό (π.χ. Lewontin 1994). Ο Lewontin αναφέρει ότι για να αποδείξει τη χρησιμότητά του, το HGP διαχέει στην κοινωνία την υπόσχεση για την ανάπτυξη της γονιδιακής θεραπείας, που είναι η αντικατάσταση ή «επισκευή» των «κακών» ή «ελαττωματικών» γονιδίων. Υποστηρίζει ότι αυτή η έρευνα δεν είναι καθόλου απαραίτητη, αφού η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει από ασθένειες που οφείλονται κατά κύριο λόγο στον υποσιτισμό, την υπερβολική εργασία και άλλες κοινωνικές αδικίες. Επιπλέον κατηγορεί το HGP ότι προετοιμάζει το έδαφος στην ευγονική, καθώς δεν είναι γνωστοί οι περιορισμοί της χρήσης της πληροφορίας που αντλείται από το πρόγραμμα. Ο Lewontin λέει ξεκάθαρα – για πρώτη φορά – ότι το κύριο κίνητρο του HGP είναι το οικονομικό κέρδος των εταιρειών βιοτεχνολογίας και μοριακής βιολογίας παγκοσμίως. Επίσης τονίζει ότι, όπως συνέβη και με τα περισσότερα τεχνολογικά επιτεύγματα που έγιναν διαθέσιμα σε κοινωνίες χωρίς δίκαιη δομή, το HGP πρόκειται να αυξήσει το χάσμα εξουσίας μεταξύ αυτών που έχουν ήδη μεγάλη δύναμη και εκείνων που έχουν λίγη. Επιπλέον αναμένεται να προσθέσει ισχύ σε ιδιωτικά ιδρύματα και οργανισμούς, όπου η εμπορική τους διάσταση θα εμποδίζει τη δίκαιη και κοινωνικά ορθή χρήση των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Ο Lewontin διατυπώνει επίσης την επιφύλαξη ότι τα βιολογικά δεδομένα και οι γονιδιακές πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διάκριση στην απασχόληση, την περίθαλψη και τη δικαιοσύνη, ενώ εκφράζει το φόβο για αλόγιστη χρήση δύναμης και εξουσίας από κράτη και κυβερνήσεις. Πέρασαν πάνω από 10 χρόνια μετά την ολοκλήρωση του HGP και η τεχνολογία της γενετικής και της γονιδιωματικής έχει προχωρήσει πέρα από κάθε πρόβλεψη. Σήμερα μπορεί κανείς πληρώνοντας το κατάλληλο αντίτιμο να αποκτήσει την πλήρη αλληλουχία του γονιδιώματός του σε λίγες ημέρες ή και ώρες ακόμη. Πολλά από αυτά που προειδοποιεί ο Lewontin τείνουν να συμβούν και η θεώρηση τους είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.

Από την κριτική πένα του Lewontin δεν διασώθηκαν ούτε επιστημονικά πεδία έρευνας της Γενετικής, πολλά από τα οποία δημιούργησε ο ίδιος. Στο βιβλίο του “The Genetic Basis of Evolutionary Change” (Lewontin 1974), ένα πόνημα σχετικά με τη γενετική ποικιλότητα, διατυπώνει αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα της εξελικτικής βιολογίας να απαντήσει σε συγκεκριμένα ερωτήματα. Προτείνει μάλιστα ότι είναι πολύ πιο χρήσιμο για την επιστήμη να μην προσπαθεί να λύσει συγκεκριμένα προβλήματα σχετικά με την εξέλιξη αλλά να διατυπώνει ξεκάθαρα πόσο δύσκολο είναι να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά και για ποιους λόγους, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να τονίσει πως οι εξελικτικές διαδικασίες και ιδιαίτερα η προσαρμογή είναι τόσο σύνθετες και πολύπλοκες, ώστε οποιαδήποτε προσπάθεια επιπλέον μέτρησης ή κατανόησής τους θα τις απλούστευε και θα τις στρέβλωνε. Έτσι ο Lewontin, αν και μαθητής του Dobzhansky (τον οποίο ο Lewontin θαυμάζει και εκτιμά με ειλικρίνεια), δεν παίρνει θέση υπέρ της θεωρητικής προσέγγισης της “προσαρμοστικής ισορροπίας” που ο δάσκαλός του έχει θεμελιώσει αλλά κρατά μια ουδέτερη στάση, κρίνοντας εξίσου τις απόψεις τόσο του Dobzhansky, όσο και των επικριτών του (Singh et al. 2001). Επιπλέον, ο Lewontin αμφισβητεί τη χρησιμότητα της ηλεκτροφόρησης των ενζύμων στην εξελικτική γενετική, μιας τεχνικής που ο ίδιος δημιούργησε το 1966 (Lewontin 1991). Θέλοντας να δείξει ότι δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές στην επιστήμη και ότι οι επιστήμονες πρέπει να αντιλαμβάνονται την πολυπλοκότητα των εξελικτικών διαδικασιών και τους περιορισμούς των μοριακών εργαλείων, ο Lewontin αποκαλύπτει τις αδυναμίες αυτές με το γνωστό του ύφος. Η κριτική είναι τόσο έντονη, που συνάδελφοί του εξέφρασαν την ανησυχία ότι θα αποθαρρυνθούν οι νέοι επιστήμονες να συνεχίσουν την έρευνα. Όπως φαίνεται πλέον από την πρόοδο της επιστήμης, μάλλον συνέβη το αντίθετο (Singh et al. 2001).

Επίλογος
lewontin2Για να κατανοήσει ο αναγνώστης το έργο και τη συμβολή του Lewontin στην κοινωνία και την επιστήμη οφείλει να λάβει υπόψη του την πίστη του ιδίου σε έναν ιδιότυπο μαρξισμό. Για τον Lewontin, ο μαρξισμός είναι τόσο φιλοσοφικό όσο και κοινωνικοπολιτικό ρεύμα. Η ενασχόλησή του με το μαρξισμό περιλαμβάνεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο που αφορά την επιστήμη: η σωστή απεικόνιση της πραγματικότητας στη θεωρία και στα μοντέλα (Segerstrale 1986). Και η απεικόνιση αυτή δεν μπορεί παρά να τονίζει την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας, αντί να την απλοποιεί. Ο Lewontin τονίζει ότι μια θεωρία δεν αρκεί να επαληθεύεται από πειράματα αλλά οφείλει και να είναι αληθής και να ανταποκρίνεται στον πραγματικό κόσμο (Lewontin 1974). Για το λόγο αυτό τοποθετείται συχνά ενάντια σε ένα “αφαιρετικό” ρεύμα στις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες (π.χ. Lewontin 1976, 1979, 1981a, 1983) και ενάντια σε στατιστικούς υπολογισμούς και μαθηματικές δομές που δεν έχουν πραγματική αντανάκλαση στη φύση και παραπέμπουν σε έναν αφηρημένο κόσμο χωρίς αίτιο και αιτιατό (Segerstrale 1986). Για τον Lewontin μια θεωρία πρέπει να είναι πολύπλοκη προκειμένου να απεικονίζει την πραγματικότητα (Levins & Lewontin 1980). Για το λόγο αυτό αντιτίθεται στην υπερβολική θεώρηση της φυσικής επιλογής και της προσαρμογής, που την περιγράφει σαν υπερ-απλούστευση του φυσικού κόσμου (Gould & Lewontin 1979). Ο Lewontin ενδιαφέρεται για τη σωστή χρήση της επιστήμης και της μεθοδολογίας. Πιστεύει ότι οι απλοποιημένες και εσφαλμένες επιστημονικές προσεγγίσεις μας αποτρέπουν από την εύρεση της αλήθειας για τη φύση και τον κόσμο (Lewontin 1981b). Για το λόγο αυτό ο Lewontin προσπαθεί να αναπτύξει μια πολύπλοκη μαρξιστική διαλεκτική προσέγγιση για την επιστήμη, προκειμένου δηλαδή να μπορέσουν να περιγραφούν πιο πιστά τα σύνθετα φαινόμενα των αλληλεπιδράσεων που η αφαιρετική μεθοδολογία αποτυγχάνει να αντιληφθεί.

Οι θεωρίες και ο τρόπος γραφής του Lewontin συναντούν μεικτές αντιδράσεις στον επιστημονικό κόσμο. Ενώ η αναγνώριση του ρόλου του στην επιστήμη της εξελικτικής γενετικής είναι καθολική, αρκετοί επιστήμονες έρχονται αντιμέτωποι μαζί του, με τη θεωρητική του προσέγγιση στην εξέλιξη και την πρόοδο της επιστήμης, αλλά και με το ύφος του, που συχνά θεωρείται γεμάτο εμπάθεια και ιδεολογική ακαμψία (π.χ. Edwards 2003). Πέρα από τη γνωστή μαρξιστική του προσέγγιση και το χειμαρρώδη λόγο του, αυτό οφείλεται πιθανότατα στο γεγονός ότι ο Lewontin δεν διστάζει – θα μπορούσε να πει κανείς ότι πιθανόν προτιμά – να αντιμετωπίζει “ορθόδοξες” απόψεις στο πλαίσιο της επιστήμης και της κοινωνίας, που εύκολα τυγχάνουν αποδοχής και αναγνώρισης.

Δεν λείπουν οι περιπτώσεις που σύγχρονοι επιστήμονες με τον Lewontin είναι ταυτόχρονα φίλοι και πολέμιοί του, καθώς ο ίδιος δεν χαρίζεται σε κανέναν, όσο στενή και να είναι η προσωπική τους σχέση. Είναι χαρακτηριστική η αγάπη και πίστη που έχει στον Lewontin ο καθηγητής και μέντορας του Dobzhansky, ο οποίος λέει ότι “.. αν στην καριέρα μου δεν είχα κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να αναδείξω τους Wallace * και Lewontin, τότε θα θεωρούσα την καριέρα μου απόλυτα πετυχημένη…” (Krimbas 2000). Ταυτόχρονα όμως εκφράζει τη δυσαρέσκειά του, όταν ο ίδιος ο αγαπημένος του μαθητής ασκεί ανοιχτά κριτική στις δικές του προσεγγίσεις, λέγοντας σε μια επιστολή του προς αυτόν: “…αν δεν με απατά η μνήμη μου, δεν θυμάμαι ποτέ να έχω γράψει, πει ή κάνει οτιδήποτε που να είχε τη δική σου έγκριση…” (Singh et al. 2001).

Είναι δύσκολο να συμφωνήσει κανείς σε όλα ή στα περισσότερα με τον Lewontin. Η κριτική του κάποιες φορές φαντάζει υπερβολική, άλλες εσφαλμένη και άλλες φορές να πηγάζει από μια συγκεκριμένη ιδεολογία. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε στον Lewontin ότι τόλμησε να αμφισβητήσει τη βασική γραμμή έρευνας που υποστηρίζεται από την κοινωνία και ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων ήταν μπροστά από την εποχή του. Επιπλέον, ο Lewontin παραμένει πάντα “έντιμος” απέναντι στην επιστήμη και την κοινωνία. Αναγνωρίζει λάθη που έχει κάνει, σέβεται αντιπάλους και συζητητές, παραμένει ταπεινός και εξισωτικός απέναντι σε συνεργάτες και μαθητές του (Singh et al. 2001).

Ο Lewontin, πρωτοπόρος της βιολογίας και της εξελικτικής γενετικής, μας προειδοποιεί από την ίδια του την επιστήμη, όταν αυτή δεν ερμηνεύεται σωστά και απλοποιείται. Η φωνή του είναι ξεκάθαρη, τολμηρή και τεκμηριωμένη. Μέσα από το έργο του φέρνει τη βιολογία στη φιλοσοφία της επιστήμης και επηρεάζει γενιές νέων επιστημόνων στην εξελικτική βιολογία και τις κοινωνικές επιστήμες. Μας μαθαίνει να μην πιστεύουμε δογματικά τα πορίσματα της επιστήμης. Μας οδηγεί στη δημιουργική αμφισβήτηση των θεωριών. Μας διδάσκει ότι δεν υπάρχουν αυθεντίες και αλάνθαστα δόγματα και ότι η επιστήμη πρέπει πάντα να προσεγγίζεται με διάθεση για αμφισβήτηση και ανατροπή. Μας υπενθυμίζει ότι η αλήθεια είναι πολύπλοκη και ότι η επιστήμη δεν πρέπει να την απλοποιεί σε επικίνδυνο βαθμό. Και το κυριότερο ίσως δίδαγμα του Lewontin: η επιστήμη δεν είναι ξεκομμένη από την κοινωνία και δεν πρέπει ποτέ να προσεγγίζεται αβίαστα και πρόχειρα. Η επιστήμη οφείλει να υπηρετεί την κοινωνία και να γίνεται όχημα για έναν πιο δίκαιο κόσμο.

Βιβλιογραφία

Barbujani G, Magagni A, Minch E, Cavalli-Sforza LL, 1997. An apportionment of human DNA diversity. Proceedings of the National Academy of Sciences, 94: 4516-4519.

Dawkins R, 1976. The Selfish Gene. Oxford University Press, Oxford.

Edwards AWF, 2003. Human genetic diversity: Lewontin’s fallacy. BioEssays 25: 798-801.

Excoffier L. Smouse PE, Quattro JM, 1992. Analysis of molecular variance inferred from metric distances among DNA haplotypes: application to human mitochondrial DNA restriction data. Genetics, 131: 479-491.

Gould SJ and Lewontin RC, 1979. The spandrels of San Marco and the Panglossian paradigm: a critique of the adaptationist programme. Proceedings of the Royal Society of London. Series B. Biological Sciences, 205: 581-598.

Griffiths AJF, Miller JH, Suzuki DT, Lewontin RC, Gelbart WM, 2000. An Introduction to Genetic Analysis, 7th edition. New York, WH Freeman.

Hubby JL and Lewontin RC, 1966. A Molecular Approach to the Study of Genic Heterozygosity in Natural Populations. I. The Number of Alleles at Different Loci in Drosophila pseudoobscura. Genetics 54: 546-595.

Jensen AR, 1969. How much can we boost IQ and scholastic achievement. Harvard educational review, 39: 1-123.

Krimbas CB, 2000. Population Genetics: Problems, Foundations and Historical Perspectives. In: Singh RS & Krimbas CB (Eds.). Evolutionary genetics: from molecules to morphology (Vol. 1). Cambridge University Press, pp. 1-4.

Levins R and Lewontin RC, 1980. Dialectics and Reductionism in Biology. Synthese 43: 47-48.

Lewontin RC, 1972. The Apportionment of Human Diversity. Evolutionary Biology, 6: 381-398.

Lewontin RC, 1974. The genetic basis of evolutionary change (Vol. 560). New York: Columbia University Press.

Lewontin RC, 1976. The Analysis of Variance and the Analysis of Causes. American Journal of Human Genetics 26: 400–411.

Lewontin RC, 1976. Sociobiology: A Caricature of Darwinism. In: Suppe F and Asquith P (eds.), Proceedings of the Philosophy of Science Association 2, Philosophy of Science Association, East Lansing, Mich., pp. 22-31.

Lewontin RC, 1977. Caricature of Darwinism, Nature 266: 283-284.

Lewontin RC, 1979. Sociobiology as an Adaptationist Program. Behavioral Science 24: 5-14.

Lewontin RC, 1981a. Sleight of Hand. The Sciences, July/August: 23-26.

Lewontin RC, 1981b. The Inferiority Complex. The New York Review of Books, October 22.

Lewontin RC, 1983. The Corpse in the Elevator. The New York Review of Books, January 20: 34-37.

Lewontin RC, 1985. Population genetics. Annual review of genetics, 19: 81-102.

Lewontin RC, 1991. Twenty-five years ago in Genetics: electrophoresis in the development of evolutionary genetics: milestone or millstone?. Genetics, 128: 657-662.

Lewontin RC, 1993. The Doctrine of DNA. Biology as Ideology. Penguin Books.

Lewontin RC, 1994. The Dream of the Human Genome. In: Gretchen Bender and Timothy Druckrey, eds. Culture on the Brink: Ideologies of Technology. Seattle: Bay Press, 1994, pp. 107-127.

Lewontin RC, 2000. The triple helix: Gene, organism, and environment. Harvard University Press.

Mehta P, 2014. There’s a Gene for That. Jacobin, 13 (https://www.jacobinmag.com/2014/01/theres-a-gene-for-that/).

Ridley M., 2003. Nature via nurture: Genes, experience, and what makes us human. HarperCollins Publishers.

Ruvolo M and Seielstad M, 2001. The apportionment of human diversity: 25 years later. In: Thinking about evolution: Historical, philosophical and political perspectives. R.S. Singh et al. (eds.). Cambridge: Cambridge University Press, 141-151.

Segerstrale U, 1986. Colleagues in conflict: An ‘in vivo’analysis of the sociobiology controversy. Biology and Philosophy 1: 53-87.

Sesardic N, 1993. Heritability and Causality. Philosophy of Science 60: 396-418.

Singh RS, Krimbas CB, Paul DB, Beatty J., 2001. Preface. In: Thinking about evolution: Historical, philosophical and political perspectives. R.S. Singh et al. (eds.), Cambridge University Press.

Sociobiology Study Group of Science for the People, 1976. Sociobiology – Another Biological Determinism, BioScience 26, No. 3.

Sterelny K, 2001. Dawkins vs. Gould, Survival of the Fittest. London: Icon Books.

Wilson EO, 1975a. Sociobiology: The New Synthesis. Belknap Press, Cambridge, Mass.

Wilson EO, 1975b. For Sociobiology, The New York Review of Books, December 11.

Comments
  1. […] Ο Richard C. Lewontin και ο γενετικός ντετερμινισμός 08/01/2015 […]

Leave a comment